-
1 καρβουνιάζω
[карвуниазо] р. поджаривать (на углях)Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καρβουνιάζω
-
2 р. καρβουνιάζω
[απούζα] ουσ. θ. βάρος -
3 р. καρβουνιάζω
[απούζα] ουσ θ βάρος -
4 обугливать
ανθρακοποιώ, καρβουνιάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обугливать
-
5 обуглить
ρ.σ.μ. καρβουνιάζω, ανθρακοποιώ, καίω επιφανειακά.ανθρακοποιούμαι, καίομαι επιφανειακά, καρβουνιάζω. -
6 обугливаться
обугливать||сяκαρβουνιάζω (άμετ.), γίνομαι κάρβουνο. -
7 обугливать
[απούγκλιβατ'] ρ. καρβουνιάζω -
8 обугливать
[απούγκλιβατ'] ρ. καρβουνιάζω -
9 обугливать
[απούγκλιβατ'] ρ καρβουνιάζω -
10 обугливать
[απούγκλιβατ'] ρ καρβουνιάζω
См. также в других словарях:
καρβουνιάζω — καρβουνιάζω, καρβούνιασα, καρβουνιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καρβουνιάζω — [κάρβουνο] 1. μεταβάλλω κάτι σε κάρβουνο, απανθρακώνω 2. παρασκευάζω κάρβουνα 3. (αμτβ.) γίνομαι κάρβουνο … Dictionary of Greek
καρβουνιάζω — καρβούνιασα, καρβουνιάστηκα, καρβουνιασμένος 1. μεταβάλλω κάτι σε κάρβουνο: Το καρβούνιασες το κρέας. 2. γίνομαι κάρβουνο: Καρβούνιασε το ψωμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρβούνιασμα — το [καρβουνιάζω] 1. ανθρακοποίηση, απανθράκωση, η καύση τών ξύλων και η μετατροπή τους σε κάρβουνα 2. το μαύρισμα με κάρβουνα, ασβόλωση … Dictionary of Greek