Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ся καρβουνιάζω

См. также в других словарях:

  • καρβουνιάζω — καρβουνιάζω, καρβούνιασα, καρβουνιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καρβουνιάζω — [κάρβουνο] 1. μεταβάλλω κάτι σε κάρβουνο, απανθρακώνω 2. παρασκευάζω κάρβουνα 3. (αμτβ.) γίνομαι κάρβουνο …   Dictionary of Greek

  • καρβουνιάζω — καρβούνιασα, καρβουνιάστηκα, καρβουνιασμένος 1. μεταβάλλω κάτι σε κάρβουνο: Το καρβούνιασες το κρέας. 2. γίνομαι κάρβουνο: Καρβούνιασε το ψωμί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρβούνιασμα — το [καρβουνιάζω] 1. ανθρακοποίηση, απανθράκωση, η καύση τών ξύλων και η μετατροπή τους σε κάρβουνα 2. το μαύρισμα με κάρβουνα, ασβόλωση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»